- υποχωρητικός
- -ή, -ό / ὑποχωρητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ὑποχωρῶ]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υποχώρηση2. συγκαταβατικός, συμβιβαστικός («τὸ μὴ ἰταμὸν ἡμῶν... ἀλλ' ὑποχωρητικόν τε καὶ μέτριον», Γρηγ. Νύσσ.)3. φρ. «υποχωρητικός σχηματισμός» — η παραγωγή μιας λέξης κατά τρόπο αντίστροφο από τον θεωρούμενο ως ιστορικά κανονικό, δηλαδή η παραγωγή ενός ουσιαστικού από ρήμα ή, σπανιότερα, ενός επιθέτου από επίρρημα, όπως λ.χ. στην περίπτωση κατρακυλώ > κατρακύλα (η)επίρρ...υποχωρητικώς και υποχωρητικά Νμε υποχώρηση ή με υποχωρήσεις.
Dictionary of Greek. 2013.